σφυροκόπημα — το, Ν 1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία 2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ.,… … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
σφυρηλασία — η, ΝΑ [σφυρηλατῶ] κατεργασία μετάλλων με σφύρα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) σφυροκόπημα 2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση 3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα … Dictionary of Greek
σφυροκόπηση — η, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] … Dictionary of Greek