σφυροκόπημα

σφυροκόπημα
το, -ατος
και σφυροκόπηση, η
1. χτύπημα με σφυρί.
2. μτφ., συνεχή πλήγματα εναντίον κάποιου με οποιοδήποτε μέσο: Το σφυροκόπημα του στόχου συνεχιζόταν όλη τη μέρα. – Η κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή άγριο σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφυροκόπημα — το, Ν 1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία 2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλασία — η, ΝΑ [σφυρηλατῶ] κατεργασία μετάλλων με σφύρα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) σφυροκόπημα 2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση 3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπηση — η, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”